- εὐρυτέρου
- εὐρύςwidemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Philippes — 41°00′47″N 24°17′11″E / 41.01306, 24.28639 … Wikipédia en Français
εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρυπτορχιδία — Ανωμαλία στη διάπλαση, που συνίσταται στη κατακράτηση του ενός ή και των δύο όρχεων μέσα στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο. Αναφέρεται και ως κρυψορχία. Οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές (ιδιαίτερα η αμφοτερόπλευρη κ.), ανατομικά… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
μακεδόνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαζί με τους Θεόδουλο και Τατιανό κατέστρεψε ειδωλολατρικό ναό στη Μυρόπολη της Φρυγίας. Για τον λόγο αυτόν μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτη (4ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 12… … Dictionary of Greek
παρακλάδι — το / παρακλάδιον, ΝΜ νεοελλ. 1. μικρό κλαδί που ξεφυτρώνει από τις μασχάλες τών φύλλων, παραφυάδα, παραβλάστημα, παραβλάσταρο 2. μτφ. καθετί που αποσχίζεται από ένα σύνολο ή από μια ενότητα και αποτελεί ξεχωριστό τμήμα με σχετική ή απόλυτη… … Dictionary of Greek